culpable$18057$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

culpable$18057$ - translation to ελληνικό

MEASURE OF THE DEGREE TO WHICH AN AGENT, SUCH AS A PERSON, CAN BE HELD MORALLY OR LEGALLY RESPONSIBLE FOR ACTION OR INACTION
Blameworthiness; Culpable

culpable      
adj. αξιόποινος, ένοχος, υπαίτιος

Ορισμός

culpable homicide
¦ noun Law (in some jurisdictions) an act which has resulted in a person's death but is held not to amount to murder.

Βικιπαίδεια

Culpability

In criminal law, culpability, or being culpable, is a measure of the degree to which an agent, such as a person, can be held morally or legally responsible for action and inaction. It has been noted that the word, culpability, "ordinarily has normative force, for in nonlegal English, a person is culpable only if he is justly to blame for his conduct". Culpability therefore marks the dividing line between moral evil, like murder, for which someone may be held legally responsible, and a randomly occurring event, like naturally occurring earthquakes or naturally arriving meteorites, for which no human can be held responsible.